Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Το αληθινό Βυζάντιο.

Φώτη Κόντογλού

Τι ήτανε , αληθινά το Βυζάντιο, εκείνη η Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένις κόσμος! Όχι μονάχα η αρχαία πολιτεία, μα και η καινούργια, ως του σουλτάν-Χαμίτ τα χρόνια. …

Στα χρόνια των Βυζαντινών «η βασιλεύουσα Πόλις» θα είχε μια εξωτική κι αλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλοι κουμπιέδες (τρούλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στη βλογημένη αυτή αφεντοπολιτεία. Στη μέση στεκότανε, σαν ήλιος, η Αγιά Σοφιά, και γύρω της ήτανε σκορπισμένες οι άλλες εκκλησίες με τους χρυσούς κουμπιέδες , σφαίρες ουράνιες, που λες και γυρίζανε γύρω στον ήλιο. Δεν φαινότανε πως ήταν κτίρια κανωμένα από τον άνθρωπο αλλά σαν να κατεβήκανε από τον ουρνανό και σταθήκανε απάνω στη γη. Κι από μέσα ήτανε καταστολισμένες με ψηφιά , με χρωματιστά μάρμαρα , με σμάλτα, με ζωγραφιές, που θαρρούσε κανένας πως μπαίνει σε ουράνια παλάτια. Είχανε δίκιο οι παλιοί Κινέζοι που λέγανε πως αυτά τα κτίρια ήτανε, «κάποια παλάτια μεγάλα και λαμπερά, που από μέσα μοιάζανε σαν τα χρυσά φτερά του φασιανού την ώρα που πετά».

Ανάμεσα στις ακαταμέτρητες εκκλησίες , στα παλάτια και στα μοναστήρια, που σκεπάζανε ανεξερεύνητα μυστήρια, ήτανε χτισμένα τα σπίτια και τα αμέτρητα παζάρια που μερμίγκιαζε ο κόσμος, κόσμος καλοπερασμένος, τα χάνια, τα μαγαζιά, φωλιές γεμάτες ζωή και κίνηση. Εδώ κι εκεί πρασινίζανε κάποια περιβόλια με ψηλά δένδρα μέσα στην πολιτεία, μα ένα γύρω τη ζώνανε, σαν ολόδροσο στεφάνι, ανθισμένοι κήποι, δάση με πλατάνια, με δρύς, με κυπαρίσσια, με καβάκια (λεύκες), που ρίχνανε τον πυκνό ίσκιο τους απάνω σε ξωτικά κιόσκια, σε βρύσες με κρυσταλλένια νερά, ενώ από παντού χλιμιντρούσανε χαρούμενα τα λυγερά άτια (άλογα) της Ανατολής, κι ακουγότανε κάτι τραγούδια που μοιάζανε με ψαλμωδίες. Ανάμεσα στα δέντρα βοσκούσανε ζαρκάδια.

Μα σαν γύριζε κανένας τη ματιά του κατά τη θάλασσα, ευφραινότανε ακόμα πιο πολύ από το θαυμαστό πανόραμα. Ο Βόσπορος, αυτός ο εξαίσιος θαλασσινός ποταμός, δρόσιζε με τα νερά του τα πόδια της πολιτείας, ρεματίζοντας ανάμεσα σ’ αυτή και την καταπράσινη Ανατολή , με τη Χρυσούπολη και με τα παλάτια που παραθερίζανε οι Κωνσταντινουπολίτες.. Όπου να στεκότανε άνθρωπος έβλεπε μπροστά του ένα μαγικό θέαμα, τις ήμερε ακρογιαλιές του μπογαζιού ανάμεσα στα δέντρα που βουΐζανε από το γλυκό φύσημα τ’ αγεριού. Ακαταμέτρητο πλήθος από καράβια λογιών –λογιών, από βάρκες, από μαούνες, από καΐκια, από μπιαντάδες, αρμενίζανε παντού, άλλα με πανιά κι άλλα με κουπιά. Τα λιμάνια ήτανε γεμάτα από καράβια αραγμένα τους μόλους ή φουνταρισμένα ανοιχτά. Κάστρα θεόρατα, τρίδιπλα και ακατάλυτα, ζώνανε της αξετίμητη πολιτεία, απο στεριά και από θάλασσα, με χίλιες καστρόπορτες, μ’ αμέτρητες τάμπιες και πύργους, όλα αρματωμενα καλά με στρατό, με βάρδιες που ξαγρυπνούσανε.

Το Σαββατόβραδο , κατά το δειλινό, η ατμόσφαιρα γέμιζε από τη γλυκειά βουή που κάνανε χιλιάδες καμπάνες και που ανέβαινε σαν ψαλμωδία απάνω από την αγιασμένη πολιτεία , από τη Νέα Σιών , «ήχος καθαρός εορταζόντων». Πανηγυρική μεγαλοπρέπεια! Μοναχά το Βυζάντιο κατέβασε στη γη την ουράνια αρμονία.

Για τους Βυζαντινούς , η πατρίδα τους ήτανε η Κιβωτός της αληθινής θρησκείας, και είχανε πόθο να τραβήξουνε μέσα σ’ αυτή όλα τα έθνη της γης, και να τα σώσουνε φωτισμένα από το ανέσπερο φώς του Ευαγγελίου. Γι’ αυτό , ένας αυτοκράτορας μιλώντας στους στρατηγούς του που πηγαίνανε να πολεμήσουνε καταπάνω σε βάρβαρους λαούς, τους παράγγελνε να φέρονται με ευσπλαχνία στους νικημένους και να μην τους βιάζουνε να πληρώσουνε φόρους. «εμείς, έλεγε, δεν θέλουμε να σκλαβώσουμε τους άλλους , αλλά η δόξα μας κι η τιμή μας είναι να γίνουνε ευτυχισμένοι κι ελεύθεροι μαζί μας». όσοι αλλόθρησκοι πηγαίνανε στην Πόλη από ξένες χώρες απορούσανε πως γινότανε οι χριστιανοί , που είχανε τέτοια πολούσια και μεγαλόπρεπη πολιτεία, να λατρεύουνε για Θεό τους έναν ταπεινόν, τυραννισμένον, καρφωμένον απάνω σ’ ένα ξύλο, ενώ περιμέναμε να δούνε να προσκυνάνε κάποιο είδωλο χρυσοντυμένο, με περήφανη όψη, με κορμί γίγαντα.



Στο Βυζάντιο η θρησκεία βασίλευε απάνω σε όλα. Με όλη τη ζωηρή δρατηριότητα που είχανε οι Βυζαντινοί στα εγκόσμια , η σκέψη τους και η καρδιά τους ήτανε πάντα γυρισμένη στην άλλη ζωή, στην αιώνια ζωή. Στο νού τους είχανε μέρα- νύχτα τα λόγια του Παύλου: «Ου γαρ έχωμεν ώδε μένουσαν πόλιν , αλλά την μέλλουσα επιζητούμεν». Τούτη η αφοσίωση στη μέλλουσα ζωή , στην βασιλεία των ουρανών , έκανε ώστε και το σύστημα της επίγειας ζωής τους να πάρει κάποιον χαρακτήρα αιωνιότητας, σαν μια ατελής προεικόνιση «εκείνου του αιωνίου, του θαυμαστού». Όχι μονάχα τα θρησκευτικά αισθήματα, μα και τα κοσμικά ,είχανε χαρακτήρα λειτουργικόν. Για όποιον είναι σε θέση να νοιώσει καλά τι είναι αυτό το «λειτουργικό», ποτές άλλη φορά η ομαδική ζωή των ανθρώπων δεν έφτασε σ ένα τέτοιο πνευματικό ύψος. Όσοι θελήσανε και θέλουνε να κρίνουνε το Βυζάντιο με τον συνηθισμένον χονδροειδή αντιπνευματικόν τρόπο και με τις γνωστές ανόητες ευφυολογίες, και να ονομάζουνε «βυζαντινισμό» κάθε αφηρημένη συζήτηση και ουτοπία, αυτοί φανερώνουνε μ’ αυτό πόσο ανίδεοι είναι από αληθινή πνευματικότητα, με όλους τους ψεύτικους τίτλους της σοφίας και της επιστήμης που είναι στολισμένοι.

Απάνω στο Βυζάντιο ήτανε γραμμένος ο λόγος του Παύλου: «ο καυχώμενος , εν Κυρίω καυχάσθω». Όλες οι καρδιές , από τον βασιλιά ως τον πιο φτωχό καντηλανάφτη, ή βαρκάρη , ή στρατιώτη ή ξωχάρη , αυτά τα λόγια είχανε μέσα. Η προσευχή ήτανε η ζωή τους. Κι η τυπική ακόμα ευσέβεια σε κάποιους αυτοκράτορες ή άρχοντες, δείχνει πως υποταζόντανε στον πνευματικό νόμο της θρησκείας κι εκείνοι που δεν ήτανε σε θέση να τον νοιώσουνε και να ευφρανθούνε από τη γλυκύτητα «του ζώντος ύδατος του αλλόμενου εις ζωήν αιώνιον». Ακόμα κι εκείνοι που δε μπορούσανε να νικήσουνε τη φυσική κακία τους, ήτανε ευλαβείς, ένα πράγμα παράδοξο.



Ο Νικηφόρος Φωκάς έκανε κάθε μέρα την προσευχή του , και στον πόλεμο φορούσε από μέσα, κάτω από τον θώρακα του ένα παλιοράσο του θείου του ασκητή Γεωργίου του εν Μαλεώ που είχε αγιάσει , για να τον φυλάγει. Ο Αλέξιος Κομνηνός όποτε ήτανε να πάγει σε καμμιά εκστρατεία, έβαζε τα πολεμικά σχέδια του κάτω από την αγία Τράπεζα, κι όλη τη νύχτα προσευχότανε γονατιστός απάνω στα σκαλοπάτια του ιερού , και το πρωΐ έπαιρνε το σχέδιο που έβγαινε κάτω από το σκέπασμα της αγίας Τράπεζας, γιατί πίστευε πως του το έδινε ο αρχάγγελος Μιχαήλ. Ο Ιωάννης Τσιμισκής γονάτιζε σαν παιδί μπροστά στην αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας με δάκρυα να του δώσει ο Θεός έναν άγγελο φύλακα που να τον φωτίζει κατά τον πόλεμο.

Όσο σφίγγεται το Βυζάντιο από τους βαρβάρους, κι όσο η ψυχή υποφέρνει και πονά, τόσο γυρίζει τα μάτια του κατά τον ουρανό. Ο βασιλιάς Θεόδωρος Δούκας ο Λάσκαρις σύνθεσε τον Μέγαν Παρακλητικόν Κανόνα στην Παναγία, που είναι γεμάτος από συντριβή , ταπείνωση και πίστη. Ο Λέων ο Σοφός εποίησε τα εξαίσια Εωθινά που τα ψέλνουν στον Όρθρο κάθε Κυριακή κι ο γυιός του Κωνσταντίνος φιλοτέχνησε τα Εξαποστειλάρια. Κι άλλοι πολλοί βασιλιάδες ψέλνανε ή υμνογραφούσανε. Αλλά κι οι ομιλίες που κάνανε στους στρατιώτες και στον λαό, είχανε κι εκείνες ύφος θρησκευτικό κι ήταν ε γεμάτες ευλάβεια και πίστη. Ο πικραμένος λόγος που έβγαλε ο τελευταίος βασιλιάς , Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος , ήτανε σαν νεκρώσιμο τροπάρι. Το Βυζάντιο είναι ο προεικόνιση απάνω στη γη της βασιλείας των ουρανών , όσο ήτανε δυνατό να πραγματοποιηθεί από την ανθρώπινη ατέλεια μέσα στον κόσμο της φθοράς.

Σαν μπήκανε οι Σταυροφόροι σ’ αυτή την πολιτεία του Χριστού, δεν καταλάβανε τίποτα από τον μυστικό πλούτο που έκλεινε μέσα της, μ’ όλο που λεγότανε Χριστιανοί . αυτοί θαμπωθήκανε από «το έξωθεν του ποτηρίου και της παροψίδος», από τα κτίρια, από τα πλούτη της, από τα υλικά πράγματα που κρύβανε από κάτω τους τα πνευματικά μυστήρια, όπως η στολή του αρχιερέως συμβολίζει, με το χρυσάφι και τις πολύτιμες πέτρες, την πνευματική μεγαλοπρέπεια της λατρείας. Εκείνοι οι βάναυσοι τυχοδιώκτες κοιτάζανε με λαιμαργία τα ακριβά στολίσματα της Πόλης , και θέλανε να τα’ αρπάξουνε για να τα φάνε.

Που να καταλάβουνε πως εκείνη η μεγάλη εκκλησία ήτανε εκκλησία της Σοφίας του Θεού. Κανωμένη κατά τον ναό του Σολομώντος, που τον στόλισε με ό, τι ακριβό και θαυμαστό είχε ο άνθρωπος για να τιμήσει τον Θεό. Που να καταλάβουν εκείνη την αρχιτεκτονική , εκείνη την αγιογραφία, τα σκεύη, την ψαλμωδία, την υμνωδία, που όλα ήτανε ήχοι που βγαίνανε από σάλπιγγες πνευματικές. Αυτοί αρπάξανε τα μαλάματα, τα δισκοπότηρα , τα άμφια, τα καπάκια από τα Ευαγγέλια, καόμα και τα ψηφιά από τους τοίχους. Τα βιβλία που είχε μυριάδες ή τα κοιτάζανε με απορία, σε τι θα μορούσανε να χρειασθούνε, και τα πετούσανε. Το ίδιο και τα εξαίσια εικονίσματα, έργα αξετίμητα, τα καίγανε από φανατισμό ή λιανίζανε κρέας απάνω τους. Τέτοιος είχε καταντήσει ο Χριστιανισμός σ’ αυτούς τους υλόφρονες βαρβάρους, που καταβρωμίζανε την πηγή απ’ όπου τον πήρανε.

Ύστερα από αιώνες οι απόγονοι τους ημερέψανε, χτίσανε μεγάλες πολιτείες, ανοίξανε πανεπιστήμια, κάνανε βιβλιοθήκες, μουσεία, ακαδημίες. Μα με όλα αυτά δεν είναι σε θέση να νιώσουνε πάλι τι είναι το Βυζάντιο. Γι’ αυτούς είναι κεκλεισμένη η Πύλη η κατά Ανατολάς. Επειδή εργάζονται την βρώσιν την απολλυμένην». Επειδή , κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, «ο ων εκ της γης, εκ της γης εστί και εκ της γης λαλεί». Ερευνούν εξωτερικά με «τον νούν της σαρκός αυτών», χωρίς να μπορούνε να πάνε πιο βαθειά απ’ ό, τι νοιώθουνε οι σαρκικές αισθήσεις. …

Το Βυζάντιο είναι όπως «η Ιερούσαλήμ και η βασιλεία του Θεού, η εντός ημών κεκρυμμένη. Αυτή η χώρα νεφέλη εστί της δόξης του Θεού, εις ην μόνον οι καθαροί τη καρδία εισελεύσονται του θεάσασθαι το πρόσωπον του Δεσπότου και καταυγασθήναι τους νόας αυτών διά της ακτίνος και λαμπηδόνος του φωτός Αυτού».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου