Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη

Αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη.


(…) Δεν μ’ έβλαπτε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν και εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν ηύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικιώσει , έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Αιγιάννη, ότι εις το σπίτι του μόγινε αυτείνη η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησία του και κλείω την πόρτα κι’ αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες∙ τ’ είναι αυτό οπούγινε ’σ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι’ ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με της πολλές φωνές κάμαμεν της συμφωνίες με τον άγιον (…)
Τότε έφκειασα ντουφέκι ασημένιον , πιστόλες και άρματα και ένα καντήλι καλό. Και αρματωμένος καλά και συγυρισμένος το πήρα και πήγα εις τον προστάτη μου και ευεργέτη μου κι’ αληθινόν φίλον , τον Αιγιάννη, και σώζεται ως τον σήμερον – έχω και τ’ όνομά μου γραμμένο εις το καντήλι. Και τον προσκύνησα με δάκρυα από μέσα από τα σπλάχνα μου, ότι θυμήθηκα όλες μου τις ταλαιπωρίες οπού δοκίμασα…

* * *

Γλυκύτερο πράμα δεν είναι άλλο από την πατρίδα και θρησκεία. Όταν δι’ αυτά τον άνθρωπον δεν τον τύπτει η συνείδησή του, αλλά τα δουλεύη ως τίμιος και τα προσκυνή , είναι ο πλέον ευτυχής και πλέον πλούσιος.

* * *

Κέρασα απόνα ρακί τους Έλληνες , τους αθάνατους, τα γενναία λιοντάρια, οπού ανάθεμα τους αίτιους οπού τους γιόμωσαν φατρίες και διχόνοιες, και γίνηκαν από αυτά οι Αράπηδες παληκάρια κι’ άφησαν αποχή.

* * *

Τους λυπήθηκα πολύ και είπα ότι το θερίον είπαν θερίον κι’ ο άνθρωπος είναι χειρότερος.

* * *

Οι κόλακες αγαπούν του κόλακες και οι ψεύτες τους ψεύτες.

* * *
Μου λέγει∙ «Τι κάνεις αυτου; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες∙ τι πόλεμον θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού;» - Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κ’ εμείς , όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει∙

* * *

Εμείς απ’ ούλα ειμαστε αδύνατοι∙ όμως ο Θεός φυλάγει και τους αδύνατους∙ κι’ αν πεθάνωμεν , πεθαίνομεν διά την πατρίδα μας, διά την θρησκεία μας, και πολεμούμεν όσο μπορούμεν αναντίον της τυραγνίας∙ κι’ ο Θεός βοηθός…

* * *

Δεν πλουταίνει ο άνθρωπος με χρήματα μονάχα, πλουταίνει κι’ από τα καλά του έργα.

* * *
Τότε τους λέγω∙ «Και πίσου να μπούμεν, κ’ εμπρός να πάμεν – ο Θεός βαίνει το χέρι του και ίσως σωθούμεν κ’ εμείς κ’ εκείνοι οπού είναι μέσα». Κάναμεν τον σταυρό μας, κινηθήκαμεν…

* * *
Σύρε πές του, όποιος είναι αυτός οπού θα βάλη τα χρήματα, όχι αρχηγόν τον κάνω καμπούλι, διά την αγάπη της πατρίδος μου , αλλά όπου κατουράγη να μου δίνη να πίνω εγώ το κάτρο∙ το κανω αυτό και του το δίνω ενγράφως.

* * *

Θέλουν την αλήθεια , κι’ όποιος την ειπή κιντυνεύει. Αλήθεια, αλήθεια, πικριά οπού είσαι! Ούτε ο βασιλείς σε ζυγώνουν , ούτε οι προκομμένοι∙ μόνον ρωτούν διά σένα και ύστερα σε κατατρέχουν!

* * *
-Μου λέγει , ένα θα σας βλάψη εσάς, το κεφάλαιον της θρησκεία, οπού είναι αυτείνη η ιδέα ’σ εσάς πολύ τυπωμένη.(…)
Όλο οι αγωνισταί∙ όλο από ‘ κείνους οπού βάστηξαν τη θρησκεία τους τόσους αιώνες με τους Τούρκους- και τους κάναν τόσα μαρτύρια και την βάσταξαν∙ κι λευτέρωσαν και την πατρίδα τους αυτείνοι με την θρησκεία του, οπού ήταν πεντακόσιοι Τούρκοι εις τον αριθμόν κι’ αυτείνοι ένα και χωρίς τα’ αναγκαία του πολέμου και την μάθησιν οι περισσότεροι∙ και τ’ άρματα τους δεμένα με σκινιά. Και η πίστη εις τον Θεόν- λετέρωσαν τη πατρίδα τους.(…)
ότι χωρίς αρετή και θρησκεία δεν σκηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον. (…)

Του είπα και πάλε να μη ματαειπή σε κανέναν περί θρησκείας. Αυτός ήρθε ως κατηχητής. Πηγε εις της επαρχίες κι’ άρχισε πάλε την κατήχησιν του και τον έβαλεν εις της εφημερίδες. Κι’ αν δεν σωφρονίζεταν και ξαναμιλούσε διά θρησκεία, θάμεναν τα κόκκαλα του εις την Ελλάδα και τότε θάλεγαν θερία τους Έλληνες- διότι δεν θέλουν ν’ αλλάξουν την θρησκεία τους.

* * *


Μου λέγει∙ «Ολα μπόσικα∙ και πως ο Θεός θα πηγαινε σε μία γυναίκα και να μείνη εννιά μήνες εις την κοιλιά της;» ήταν κι’ αλλοι πολλοί οπού μας άκουγαν. Του λέγω∙ «Τούτα του Θεού τα ποιήματα και την τάξη την βλέπεις∙ είναι διά να θαμαίνεται ο καθείς; - Μου λέγει, ναι.- ’Μπρός ’σ αυτά είναι το μικρότερον αυτό, οπού σκοτώνεις το νού σου διά να πιστέψης εσύ ο μωρός άνθρωπος. Θέλησε ο Θεός να γένη διά να δοξάζωμεν οι άνθρωποι τα μεγάλα του κατορθώματα και την παντοδυναμία του ∙ και διά να γένη αυτό «είπε» κ’ έγιεν , λόγο είπε κι’ όχι ανθρώπινο έργον. Τέτοια μυαλά, του είπα , σαν τα δικά σου έχει κι’ ο Καΐρης. Και διά να φρονής τοιούτως διά ’ κείνο τρώς τους ανθρώπους διά μικρή υποψίαν». Δεν ματάρθε εις το σπίτι μου. Έκοψα την σκέση του και δεν τον πλησίαζα.

* * *

Μίαν βραδυά έκανα την προσευχή μου , λυπημένος πολύ διά την κατάστασιν της πατρίδος, κ’ έπεσα και κοιμήθηκα….

* * *

Η Θεία Πρόνοια τι κάνει! …

* * *
Όμως έκαμα κ’ εγώ ό,τι μπορούσα. Είχα δυό ποδάρια, τζακίστη το ένα, είχα δυό χέρια, έχω ένα∙ την κοιλιά μου τρύπια, το κεφάλι με δυό τρύπες. Το λοιπόν , αν θέλωμεν το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν’ αγαπάμε πατρίδα∙ νάχωμεν αρετή∙ τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα κ’ ηθική. Αυτό μου κόβει το κεφάλι του και λέω.

* * *

-Του λέγω, οχτρούς αν τους έκαμα, δε λυπώμαι , ότι κακό κανενού δεν έκαμα διά το νιτερίσιον μου . όταν μου πειράζουν την πατρίδα μου και θρησκεία μου, θθα μιλήσω, θα ‘ ενεργήσω κι’ ότι θέλουν ας μου κάμουν.

* * *

Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση , ή χαλάση , να λέγη εγώ∙ όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν , τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση , αν θέλωμεν να φκειάζωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου