Απο τις Πράξεις των Αποστόλων 17/ 16-34
Εἰς ᾿Αθήνας
16 ᾿Εν δὲ ταῖς ᾿Αθήναις ἐκδεχομένου αὐτοὺς τοῦ Παύλου, παρωξύνετο τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ θεωροῦντι κατείδωλον οὖσαν τὴν πόλιν. 17 διελέγετο μὲν οὖν ἐν τῇ συναγωγῇ τοῖς ᾿Ιουδαίοις καὶ τοῖς σεβομένοις καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ κατὰ πᾶσαν ἡμέραν πρὸς τοὺς παρατυγχάνοντας. 18 τινὲς δὲ τῶν ᾿Επικουρείων καὶ τῶν Στοϊκῶν φιλοσόφων συνέβαλλον αὐτῷ, καί τινες ἔλεγον· τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν; οἱ δέ· ξένων δαιμονίων δοκεῖ καταγγελεὺς εἶναι· ὅτι τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασιν εὐηγγελίζετο αὐτοῖς. 19 ἐπιλαβόμενοί τε αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ῎Αρειον πάγον ἤγαγον λέγοντες· δυνάμεθα γνῶναι τίς ἡ καινὴ αὕτη ἡ ὑπὸ σοῦ λαλουμένη διδαχή; 20 ξενίζοντα γάρ τινα εἰσφέρεις εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν· βουλόμεθα οὖν γνῶναι τί ἂν θέλοι ταῦτα εἶναι. 21 ᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.
῾Ομιλία τοῦ Παύλου ἐπὶ τοῦ ᾿Αρείου Πάγου
22 Σταθεὶς δὲ ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Αρείου πάγου ἔφη· ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ. 23 διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. 24 ὁ Θεὸς ὁ ποιήσας τὸν κόσμον καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ, οὗτος οὐρανοῦ καὶ γῆς Κύριος ὑπάρχων οὐκ ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ, 25 οὐδὲ ὑπὸ χειρῶν ἀνθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αὐτὸς διδοὺς πᾶσι ζωὴν καὶ πνοὴν κατὰ πάντα· 26 ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς, ὁρίσας προστεταγμένους καιροὺς καὶ τὰς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας αὐτῶν, 27 ζητεῖν τὸν Κύριον, εἰ ἄρα γε ψηλαφήσειαν αὐτὸν καὶ εὕροιεν, καί γε οὐ μακρὰν ἀπὸ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα. 28 ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. 29 γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον. 30 τοὺς μὲν οὖν χρόνους τῆς ἀγνοίας ὑπεριδὼν ὁ Θεὸς τανῦν παραγγέλλει τοῖς ἀνθρώποις πᾶσι πανταχοῦ μετανοεῖν, 31 διότι ἔστησεν ἡμέραν ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ, ἐν ἀνδρὶ ᾧ ὥρισε, πίστιν παρασχὼν πᾶσιν ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. 32 ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον, οἱ δὲ εἶπον· ἀκουσόμεθά σου πάλιν περὶ τούτου. 33 καὶ οὕτως ὁ Παῦλος ἐξῆλθεν ἐκ μέσου αὐτῶν. 34 τινὲς δὲ ἄνδρες κολληθέντες αὐτῷ ἐπίστευσαν, ἐν οἷς καὶ Διονύσιος ὁ ᾿Αρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις καὶ ἕτεροι σὺν αὐτοῖς.
Απόδοση στη Νεοελληνική με βάση την μετάφραση της Αποστολικής Διακόνίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ενώ ο Παύλος τους περίμενε στην Αθήνα, το πνεύμα του εξεγειρόταν , επειδή έβλεπε την πόλη να είναι γεμάτη από είδωλα. Συζητούσε λοιπόν στην συναγωγή με τους Ιουδαίους και τους θεοσεβείς και, καθημερινά στην αγορά, με εκείνους που τυχόν βρίσκονταν εκεί. Μερικοί από τους Επικούρειους και τους Στωικούς φιλόσοφους ήλθαν σε επαφή μαζί του και μερικοί έλεγαν, ‘’Τι άραγε θέλει να πει αυτός ο φλύαρος;’’. άλλοι έλεγαν, ‘’Φαίνεται να είναι κήρυκας ξένων θεών’’. Διότι κήρυττε σ’ αυτούς το χαρμόσυνο άγγελμα του Ιησού και της αναστάσως. Τον πήραν λοιπόν και τν έφεραν στον Άγειο Πάγο και του είπαν, ‘’Μπορούμε να μάθουμε ποια είναι η καινούργια αυτή διδασκαλία για την οποία μιλάς; Κάτι περίεργα πράγματα φέρεις στην ακοή μας και θέλουμε να μάθουμε τι άραγε είναι αυτά’’. Όλοι οι Αθηναίοι και οι ξένοι που έμεναν εκεί, δεν είχαν διαθέσιμο χρόνο για τίποτε άλλο παρά για να λένε και να ακούνε κάτι νεώτερο.
Τότε ο Παύλος στάθηκε στο μέσον του Αρείου Πάγου και είπε, ‘’Άνδρες αθηναίοι, βλέπω ότι είστε από κάθε άποψη πολύ θρήσκοι. Διότι καθώς περνούσα και κοίταζα τα ιερά σας, βρήκα και ένα βωμό , στον οποίο υπήρχε επιγραφή. ‘’ Στον άγνωστο Θεό’’. Αυτόν λοιπόν που λατρεύετε, χωρία να τον ξέρετε, αυτόν εγώ κηρύττω. Ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο και όλα όσα είναι στον κόσμο, και ο οποίος είναι Κύριος ουρανού και γης, δεν κατοικεί σε ναού ς κατασκευασμένους από χέρια ανθρώπων, ούτε εξυπηρετείται από χέρια ανθρώπων σαν να είχε ανάγκη από κάτι, αυτός που δίνει σε όλους ζωή και πνοή και γενικώς όλα. Δημιούργησε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος από ένα αίμα για να κατοικεί σε όλη τη γη, αφού όρισε ορισμένες εποχές και τα ορόσημα της κατοικίας τους, για να ζητούν τον Κύριο μήπως τον ψηλαφίσουν και τον βρουν, αν και δεν είναι μακριά από καθένα από μας. Διότι μέσα σ’ αυτόν ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε, καθώς και μερικοί από τους ποιητές σας έχουν πει, ‘’Είμαστε και γένος του’’. Αφού λοιπόν είμαστε γένος του Θεού, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η θεότητα μοιάζει με χρυσό ή άργυρο ή λίθο, σκαλιστό έργο τέχνης και ανθρώπινης συλλήψεως. Τους χρόνους εκείνους της άγνοιας παρέβλεψε ο Θεός και τώρα παραγγέλλει σε όλους τους ανθρώπους παντού να μετανοήσουν, διότι όρισε ημέρα, κατά την οποία μέλει να κρίνει την οικουμένη και δικαιοσύνη με άνδρα, τον οποίο όρισε. Γι’ αυτό έδωσε σε όλους βεβαίωση με το να τον αναστήσει από τους νεκρούς’’. Όταν άκουσαν ανάσταση νεκρών, μερικοί ειρωνεύονταν , άλλοι είπαν, ‘’θα σε ακούσουμε και άλλη φορά για το ζήτημα αυτό’’. Και έτσι ο Παύλος έφυγε από ανάμεσά τους. Μερικοί προσκολλήθηκαν σ’ αυτόν και πίστεψαν , μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και κάποια γυναίκα ονομαζόμενη Δάμαρις και άλλοι επίσης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου